- στερεῖν
- στερέωdeprivefut inf act (attic epic doric)στερέωdeprivepres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
лишить — лишу, укр. лишити, ст. слав. лишити στερεῖν (Супр.), болг. лиша, сербохорв. лишити, словен. lišiti, чеш. lišiti избавлять , польск. liszyc. От лихой; см. Бернекер 1, 718 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
στερώ — στερῶ, έω, ΝΜΑ αφαιρώ από κάποιον κάτι (α. «τού στέρησαν την ελευθερία του» β. «στερεῑν μισθόν», Ανθ.Παλ.) νεοελλ. παθ. στερούμαι μού λείπει κάτι, κυρίως έχω έλλειψη αναγκαίων για τη ζωή μέσων, υποφέρω από ένδεια («έζησε στερημένη ζωή») αρχ. (το… … Dictionary of Greek